Δευτέρα 7 Ιουνίου 2010

Η αισθητική συνέπεια ή ο αισθητικός αχταρμάς του αστικού περιβάλλοντος

http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=471136

Του ΝΙΚΟΥ ΒΙΤΤΗ*

Καθημερινά περνάω από την τριγωνική νησίδα, απέναντι από το Χίλτον, στην διασταύρωση των λεωφόρων Β. Σοφίας και Β. Κωνσταντίνου, και παρατηρώ τις διαχρονικές επεμβάσεις σʼ αυτήν.Η νησίδα αυτή, με την ονομασία «Πλατεία Μεγάλης του Γένους Σχολής» --σκαλισμένη σε μαρμάρινη στήλη-- εκτός από το χορτάρι και κάποιους θάμνους είναι «εξοπλισμένη» με μια μαρμάρινη στήλη με την κεφαλή του Κ. Οικονόμου εξ Οικονόμων, τον «Δρομέα» του Κ. Βαρώτσου, ένα σιντριβάνι από τον τέως δήμαρχο Αθηνών Δ. Αβραμόπουλο, κάποια μεταλλικά κουτιά με ηλεκτρικές ασφάλειες για την ηλεκτροδότηση των «εκθεμάτων», και τελευταία με τη λουλουδάτη επιγραφή «Αθήνα» σε άσπρο παραλληλόγραμμο φόντο στα πόδια του «Δρομέα» -- μάλλον ταφόπλακα της Αθήνας θυμίζει.

Κάποιες πρόσφατες κατασκευές, επί του πεζοδρομίου, με άνθη που παρέπεμπαν σε πολυώροφη γαμήλια τούρτα, ευτυχώς απομακρύνθηκαν. Μάλλον επειδή ξεράθηκαν. Η συσσώρευση τόσο αντιφατικών, εννοιολογικά και αισθητικά, πραγμάτων καθιστά αμέσως τον χώρο «αντιπαθητικό» -- ένα τραπεζάκι με δεκάδες μπιμπελό σουβενίρ εποχών και δημαρχιακών ματαιοδοξιών. Ταυτόχρονα, αποτελεί μια μικρογραφία των προβλημάτων που σχετίζονται λιγότερο με την έλλειψη χώρων, και κυρίως με την έλλειψη ταυτότητας ή άποψης (πολιτικής, αισθητικής κ.λπ.).

Η συσσώρευση ετερόκλητων στοιχείων συχνά δεν αποδυναμώνει απλώς την αισθητική αξία ή τον συμβολισμό των έργων (αρχιτεκτονικών ή καλλιτεχνικών), αλλά τα υποβαθμίζει ή τα αναιρεί. Ξεκινώ με τρία παραδείγματα από τη Θεσσαλονίκη: το Αρχαιολογικό Μουσείο, τον πύργο του ΟΤΕ και το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, για να καταλήξω στο πολυσυζητημένο Μουσείο της Ακρόπολης.

Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, σχεδιασμένο από τον Πάτροκλο Καραντινό, κηρυγμένο διατηρητέο κτίριο, περιφράχθηκε πρόσφατα με τσιμεντένιο τοιχίο. Όμως αυτή η πρωτοβουλία, υπαγορευμένη ίσως από λόγους προστασίας του αύλειου χώρου, περιορίζει σημαντικά την «οπτική απόλαυση» του αρχιτεκτονήματος στο σύνολό του. Σαν λαθραίοι θεατές θερινού σινεμά, από τα γειτονικά μπαλκόνια πια, δεν βλέπουμε παρά τμήμα της οθόνης.



Ανάλογη είναι η περίπτωση του πύργου του ΟΤΕ. Το κατά την άποψή μου απαίσιο συνεδριακό κέντρο «Ι. Βελλίδης» και οι επεμβάσεις --εδώ τουλάχιστον κατόπιν αρχιτεκτονικού διαγωνισμού-- στην είσοδο της ΔΕΘ κάνουν το κτίριο να φαίνεται ανάπηρο. Ο κατά τα άλλα αξιόλογος σχεδιασμός της εισόδου δεν φαίνεται καθόλου να λαμβάνει υπόψη του την ύπαρξη του πύργου -- ο οποίος, ανεξάρτητα από την αισθητική του αξία, παραμένει ένα σύμβολο της πόλης.

Η μοίρα του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού, αυτού του αριστουργήματος του Κυριάκου Κρόκου, ήταν να αποκτήσει έναν ογκώδη γείτονα, το κτίριο του Δημαρχείου Θεσσαλονίκης, το σχέδιο του οποίου επιλέχθηκε μετά από πανελλήνιο διαγωνισμό. Καθώς το έργο ολοκληρώνεται, διαπιστώνει κανείς ότι δεν πρόκειται μόνο για πρόβλημα μεγέθους αλλά κυρίως τοποθέτησης και έλλειψης ταυτότητας.

Κι ενώ η αδιαφορία ή η άγνοια των εμπλεκομένων φορέων και δημόσιων λειτουργών για τέτοιες αισθητικές παραφωνίες συνεχίζεται, η διοίκηση έρχεται να επιβάλει την «τάξη» απαγορεύοντας «να υπάρχουν εμφανή μπετά» σε νεοαναγειρόμενο κτίριο κοντά σε εκκλησάκι του 15ου αιώνα, σε περιοχή που δεν βρίσκεται μέσα σε κάποιο παραδοσιακό οικισμό, ώστε να υπαγορεύεται η χρήση συγκεκριμένων υλικών ή η υιοθέτηση συγκεκριμένης κτιριολογικής φόρμας. Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι η χρήση ορισμένων υλικών αλλά ο τρόπος χρησιμοποίησής τους. Και σημαντικότερο πρόβλημα όλων, η ένταξη του κτιρίου στον χώρο και η διάπλαση των όγκων του. Τα δύο τελευταία --ένταξη του κτιρίου στον χώρο και διάπλαση των όγκων του (που συνήθως «ξεχνιούνται», αν δεν αγνοείται παντελώς η σημασία τους)-- είναι οι κύριες αιτίες αλλοίωσης του τοπίου στην Ελλάδα.

Κι έρχομαι στο πολύπαθο μουσείο της Ακρόπολης και στην περίφραξή του. Εδώ μπορεί να πει κανείς πως η επιλογή στηρίζεται στην επιδιωκόμενη συνέπεια σε σχέση με την περίφραξη του κτιρίου Βάιλερ, που περιφράσσει ελάχιστο τμήμα της περιμέτρου του τετραγώνου. Το ζήτημα δεν είναι αισθητικό ως προς το κάλλος ή την αξία και την ιστορική αναφορά της περίφραξης, αλλά ως προς τη συνέπεια του περιβλήματος με το περιεχόμενο. Η αντίθεση είναι, πολλές φορές, όχι μόνο επιθυμητή αλλά πιθανόν και μονόδρομος, καθώς αναδεικνύει τα διαφορετικά μέρη· εδώ όμως δεν τίθεται καν ζήτημα άποψης, με σκοπό την ανάδειξη ούτε του ενός κτιρίου ούτε του άλλου.

Η εικόνα του «αισθητικού πλουραλισμού»(;) συμπληρώνεται από την είσοδο του σταθμού του μετρό. Ορθομαρμάρωση --με λευκό μάρμαρο-- των τσιμεντένιων τοίχων που περιβάλλουν τον σταθμό και στη μια άκρη του κτιριακού συμπλέγματος της εισόδου (μη χρηστικής αξίας για τους επιβάτες του μετρό, πιθανότατα ηλεκτρικού υποσταθμού ή άλλων μηχανολογικών εγκαταστάσεων) απλώς βαμμένο ανεπίχριστο σκυρόδεμα και μεταλλική πόρτα μεγάλης επιφάνειας. Ο συνδυασμός όλων αυτών κάνουν κάποιους από εμάς να θέλουμε να στρέψουμε το βλέμμα μας αλλού.

Αλλά ίσως όχι όλους. Σκεφτείτε το επίσης πολύπαθο κτίριο Φιξ στη Συγγρού, έργο του Τάκη Ζενέτου, που σήμερα χάσκει κολοβό, παρά τις υποσχέσεις περί αποκατάστασής του πλάι στον σταθμό του Μετρό και το πάρκινγκ, έχοντας πλέον αλλοιωθεί ριζικά λόγω των έργων για την κατασκευή του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, δείγμα κι αυτό αισθητικής ασυνέπειας. Οι κάτοικοι πέριξ του κτιρίου ζητούσαν την κατεδάφισή του. Παρατηρώντας, όμως, ένα-ένα τα κτίρια που το περιβάλλουν, στα οποία κατοικούν οι διαμαρτυρόμενοι πολίτες, κατέληξα ότι μάλλον θα έπρεπε να κατεδαφίσουν όλα τʼ άλλα κτίρια και να μεταφέρουν τους ενοίκους τους να κατοικήσουν στο κτίριο του Φιξ. Σίγουρα, θα ήταν αισθητικά πιο συνεπές.

*Ο Νίκος Βίττης είναι μουσικοσυνθέτης